![]() ![]() ![]() |
|
![]() |
|
1.7 Καρκίνος των ΩοθηκώνΟι ωοθήκες (δεξιά και αριστερή) είναι οι γεννητικοί αδένες της γυναίκας. Αποτελούν μικτούς αδένες, οι οποίοι παράγουν τα γεννητικά κύτταρα της γυναίκας, τα ωάρια, αλλά και σπουδαιότατες ορμόνες. Ιστολογικά, η ωοθήκη αποτελείται προς τα έξω από το βλαστικό επιθήλιο και προς τα έσω από συνδετικό στρώμα. Μέσα στο στρώμα, προς τα έσω από το βλαστικό επιθήλιο βρίσκεται η φλοιώδης ουσία και γύρω από τις πύλες της ωοθήκης βρίσκεται η μυελώδης ουσία. Το βλαστικό επιθήλιο της ωοθήκης είναι κατά βάση μονόστιβο κυλινδρικό. Η φλοιώδης ουσία αποτελεί το βασικό μέρος της ωοθήκης. Μέσα στο συνδετικό στρώμα αυτής βρίσκονται τα ωοθυλάκια, κάθε ένα από τα οποία περιέχει ένα ωάριο, και τα ωχρά σωμάτια. Η μυελώδης ουσία της ωοθήκης αποτελείται από συνδετικό στρώμα με τα αγγεία και τα νεύρα της ωοθήκης. Το συνδετικό στρώμα της ωοθήκης, τόσο της φλοιώδους όσο και της μυελώδους, αποτελείται από συνδετικό ιστό, ατρακτοειδή κύτταρα όμοια με τα κύτταρα του ήπατος και από τα διάμεσα κύτταρα, αντίστοιχα με τα διάμεσα κύτταρα του όρχεως. Τα πρωτοπαθή νεοπλάσματα των ωοθηκών διακρίνονται σε εκείνα
Στο παρόν κεφάλαιο θα εξετασθούν οι κακοήθεις όγκοι που εξορμώνται από το επιφανειακό επιθήλιο. Οι κακοήθεις όγκοι από το επιφανειακό επιθήλιο (επιθηλιακοί όγκοι) είναι οι συχνότεροι κακοήθεις όγκοι των ωοθηκών. Ως προδιαθεσικοί παράγοντες αναφέρονται η λευκή φυλή, η ηλικία άνω των 40 ετών, οικογενειακό ιστορικό ωοθηκικού καρκίνου, απουσία τεκνοποίησης, καθώς και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Η συμπτωματολογία των κακοήθων επιθηλιακών όγκων της ωοθήκης συνίσταται σε παρουσία ευμεγέθους κοιλιακής ψηλαφητής μάζας, κοιλιακό άλγος και δυσφορία, ενδοκοιλιακή αιμορραγία και συχνά συχνουρία. Από ιστοπαθολογική άποψη οι κακοήθεις επιθηλιακοί όγκοι των ωοθηκών διακρίνονται κυρίως στα ορώδη και βλεννώδη κυσταδενοκαρκινώματα, στα ενδομητριοειδή και στα διαυγοκυτταρικά καρκινώματα. Από τα εν λόγω καρκινώματα, τα ορώδη κυσταδενοκαρκινώματα είναι οι συχνότεροι κακοήθεις όγκοι των ωοθηκών, αποτελώντας το 40% αυτών περίπου. Μακροσκοπικά τα ορώδη κυσταδενοκαρκινώματα εμφανίζονται ως κυστικές μάζες με θηλώδεις ή συμπαγείς περιοχές, οι οποίες περιέχουν ορώδες υγρό και συνοδεύονται από αιμορραγία και νέκρωση. Ιστολογικά, τα ορώδη κυσταδενοκαρκινώματα χαρακτηρίζονται από διηθητική ανάπτυξη, θηλώδεις σχηματισμούς που καλύπτονται από πολύστιβο επιθήλιο και άφθονα ψαμμώδη σωμάτια. Τα καρκινικά κύτταρα εμφανίζουν σημαντική πολυμορφία, ατυπία και μιτώσεις. Η θεραπεία συνίσταται σε ολική υστερεκτομή μετά των εξαρτημάτων ακολουθούμενη από ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία ανάλογα με το στάδιο της νόσου. Η 5ετής επιβίωση κυμαίνεται από 20-30%. Όμως, η πρόγνωση του καρκινώματος των ωοθηκών εξαρτάται από το στάδιο της νόσου τη στιγμή της διάγνωσης. Τα βλεννώδη κυσταδενοκαρκινώματα αποτελούν περίπου το 15% των κακοήθων όγκων των ωοθηκών. Μακροσκοπικά, οι εν λόγω όγκοι εμφανίζονται ως κυστικές μάζες με συμπαγείς περιοχές και συχνά παρουσία θηλωδών σχηματισμών, οι οποίες περιέχουν ζελατινώδες υλικό. Ιστολογικά, οι όγκοι αποτελούνται από κυλινδρικά, βλεννοεκκριτικά κύτταρα με αλληλοεπικάλυψη των πυρήνων τους, συμπαγείς αθροίσεις, πολυμορφισμό και μιτώσεις. Η πρόγνωση, όπως και στα ορώδη κυσταδενοκαρκινώματα εξαρτάται από το στάδιο της νόσου. Η 5ετής επιβίωση είναι μικρότερη από 60%. Τα ενδομητριοειδή καρκινώματα των ωοθηκών αποτελούν το 20% των ωοθηκικών καρκινωμάτων, ενώ το 40% των περιπτώσεων εμφανίζονται αμφοτερόπλευρα. Ιστολογικά, τα εν λόγω καρκινώματα εμφανίζουν μορφολογικά χαρακτηριστικά παρόμοια με του ενδομητρικού καρκινώματος. Η 5ετής επιβίωση ανέρχεται περίπου στο 50%. Τα διαυγοκυτταρικά καρκινώματα των ωοθηκών αποτελούν το 5-10% των πρωτοπαθών ωοθηκικών όγκων. Στο 5% των περιπτώσεων είναι αμφοτερόπλευρα. Ιστολογικά, τα εν λόγω καρκινώματα αποτελούνται από κυλινδρικά ή κυβοειδή κύτταρα με άφθονο διαυγές κυτταρόπλασμα και ευμεγέθεις υπερχρωματικούς πυρήνες. Η 5ετής επιβίωση κυμαίνεται από 50-55%. Η θεραπευτική αντιμετώπιση, τόσο των ενδομητριοειδών όσο και των διαυγοκυτταρικών καρκινωμάτων των ωοθηκών περιλαμβάνει ολική υστερεκτομή μετά των εξαρτημάτων με συμπληρωματική ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία. |
![]() |
![]() |
![]() |